γελοιογράφηση

γελοιογράφηση
η και γελοιογράφημα, το
η ιχνογράφηση προσώπου ή η παρουσίαση θέματος με τρόπο που προκαλεί το γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γελοιογράφηση — η το να σχεδιάζει κάποιος γελοιογραφίες: Μου ανάθεσαν τη γελοιογράφηση της εφημερίδας τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”